-
1 φιλοτιμον
-
2 Φιλότιμον
Φιλότιμοςloving honour: masc acc sg -
3 φιλότιμον
φιλότῑμον, φιλότιμοςloving honour: masc /fem acc sgφιλότῑμον, φιλότιμοςloving honour: neut nom /voc /acc sg -
4 φιλό-τῑμος
φιλό-τῑμος, ehrliebend, ehrgeizig; Νυκτὸς παῖδες φιλότιμοι heißen die auf ihr Ehrenrecht bedachten od. die verehrungswürdigen Erinyen, Aesch. Eum. 986 (aber ἐκ στομάτων ποτάσϑω φιλότιμ ος εὐχά ist das Gebet der Ehre, Verehrung, Suppl. 644); τὸ φιλότιμον = φιλοτιμία, γλυκὺ μέν, λυπεῖ δέ Eur. I. A. 22; Thuc. 2, 44; aus Ehrliebe, Ehrgeiz handelnd, dah. wetteifernd, eifrig bemüht, Anstand und Pracht liebend, prahlerisch, stolz; ἐπὶ σοφίᾳ Plat. Prot. 343 c; ἐπ' ἀρετῇ Legg. V, 744 e, u. öfter; u. im guten Sinne, freigebig, wohlthätig, großmüthig, βίος Lys. 2, 16; περὶ ξένους Plut. Crass. 3. – Pass., aus Ehrliebe gethan. – Adv., φιλοτίμως καὶ κοσμίως πολιτεύεσϑαι Lys. 16, 18; γυμνασιαρχῶ Is. 7, 36, u. öfter; ἔχειν πρός τινα Plat. Charm. 162 d; φιλοτίμως ἔχειν πρός τι, sich eifrig um Etwas bemühen, z. B. πρὸς τὸ ἀγαϑὸν φαίνεσϑαι Xen. Cyr. 1, 6,26; πρὸς ἀλλήλους, mit einander wetteifern, Isocr., Pol. oft.
-
5 ἀπο-τυφλόω
ἀπο-τυφλόω, blenden, Plut. Arat. 10; D. Sic. 3, 37; übrtr. abstumpfen, τὸ φιλότιμον Plut. non posse 31. Bei Medic. verstopfen, von den Hämorrhoiden; ähnl. καὶ ἀποκρύπτειν πηγήν Plut. Symp. 7, 4, 4.
-
6 ὄνειδος
ὄνειδος, τό (ὄνομα, eigtl. übh. Ruf s. a. E., oder richtiger mit vorgeschlagenem ο von der Wurzel νιδ, Neid), Schimpf, Schmach, Vorwurf, bes. Schmährede, Schimpfwort; ὀνείδεα μυϑήσασϑαι, Il. 1, 291; λέγειν, προφέρειν, 2, 222. 251; βάζειν, Od. 17, 461; αἳ δὴ ἐμῇ κεφαλῇ κατ' ὀνείδεα χεῦαν μητέρι ϑ' ἡμετέρῃ, 22, 463, öfter; ἀρχαῖον, κακοποιόν, Pind. Ol. 6, 80 N. 8, 33; τοιάδ' ἐξ ἀνδρῶν ὀνείδη πολλάκις κλύων κακῶν, Aesch. Pers. 743; ἄλγησον ἦπαρ ἐνδίκοις ὀνείδεσιν, Eum. 130, öfter; τοὔνειδος ὀνειδίσαι, Soph. Phil. 519 (s. auch das verb.); κοὔπω τις λόγον κακὸν ἠνέγκατ' οὐδ' ὄνειδος, Tr. 462; ἐμοὶ ὄνειδος μὴ ϑανεῖν ὑπὲρ τέκνου, mir ist es Schande, Eur. Andr. 411; τέκνοις ὄνειδος λιπεῖν, Heracl. 302; auch in Prosa, Her. 7, 160; ὅτι τὸ φιλότιμόν τε καὶ φιλάργυρον εἶναι ὄνειδος λέγεταί τε καὶ ἔστιν, Plat. Rep. I, 347 b; καὶ ψόγος, Legg. XI, 926 d; ὀνείδει ἔνοχος ἔστω, V, 742 b, wie ὀνείδει ἐνεχέσϑω τῷ μεγίστῳ XII, 808 e; auch ὀνείδη ἐχέτω, VI, 762 a, öfter. – Auch der Gegenstand des Schimpfes, der Schande, σοὶ γὰρ ἐγὼ καὶ ἔπειτα κατηφείη καὶ ὄνειδος ἔσσομαι, Il. 16, 498, vgl. 17, 556; Her. 2, 36; u. concret, der mit Schande bedeckt ist u. Andern Schande bringt; so heißen τοιαῦτ' ὀνείδη die Töchter des Oedipus, Soph. O. R. 1494; Λυσίστρατος Χολαργέων ὄνειδος, Ar. Ach. 820; τῆς πόλεως ὄνειδος γεγενημένος, Lycurg. 5; vgl. Dem. ep. 3 p. 644; τῇ πόλει, Mid. 132. – Wie Soph. Phil. 475 sagt σοὶ δ' ἐκλιπόντι τοῦτ' ὄνειδος οὐ καλόν, diesen nicht schönen Leumund, so ist Eur. Phoen. 828 Θήβαις κάλλιστον ὄνειδος verbunden, Ruhm, Ehre (guter Leumund).
-
7 αναφλεγω
1) вновь зажигать, разжигать(πυρὸς φῶς Eur.)
; pass. загораться, воспламеняться(ἀνεφλέγη ὅ ὄροφος Luc.)
2) распалять, возбуждать(τὸν ἔρωτα Plut.)
ἀκούσας ἀναφλέχθη Plat. — услышав (это), он вскипел (от негодования);ἀναφλεχθεὴς τὸ φιλότιμον Plut. — обуреваемый честолюбием -
8 αποτυφλοω
1) ослеплять, делать незрячим(τινα Arst.; τέν ὅρασιν Diod.)
ὄψεις μεθ΄ ἡμέραν ἀποτυφλοῦνται Plut. — (ночные животные) днем слепнут2) затыкать, закупоривать(τοὺς πόρους Arst.; πηγήν Plut.)
3) подрезывать (sc. βλάστημα Plut.)4) притуплять, подавлять(τὸ φιλότιμον Plut.)
-
9 φιλοτιμος
21) честолюбивый, самолюбивый(φ. καὴ ἐλευθέριος Xen.)
φ. πρὸς ἀλλήλους περί τινος Xen. — соревнующийся с другими в чем-л.;ὅ φ. βίος Lys. — жизнь, полная честолюбивых стремлений;τὸ μαντικὸν πᾶν σπέρμα φιλότιμον κακόν Eur. — все племя прорицателей - злые честолюбцы;φιλοτιμότατος καλόν τι ποιεῖν καὴ ἀκούειν Xen. — страстно желающий совершить нечто великое и добиться славы2) честолюбиво (из честолюбия) щедрый(λαμπρὸς καὴ φ. ἔν τινι Dem.)
περὴ ξένους ἦν φ. ὅ Κράσσος Plut. — Красс оказывал пышный прием иноземцам3) почтительный, благоговейный(εὐχά Aesch.)
4) глубоко чтимый(Νυκτὸς παῖδες ἄπαιδες, т.е. Ἐρινύες Aesch.)
-
10 δυσαπόλυτος
δῠσαπό-λῠτος, ον,A hard to get free of,δ. πάθος τὸ φιλότιμον Olymp.in Alc.p.51
C. Adv. - τως Erot. s.v. βλακεύειν, Gal.8.284.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσαπόλυτος
-
11 συνεπιγαυρόω
A encourage, hearten, τὸ φιλότιμον, τὸ γενναῖον, Plu.2.746d, 796 a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεπιγαυρόω
-
12 φιλόνικος
φῐλόνῑκ-ος, ον,A fond of victory, contentious.1 in bad sense,οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φ. ἄγαν Pi.O.6.19
(- νεικ- codd. vett.);φ. ἐστι πρὸς ὃ ἂν ὁρμήσῃ Pl.Prt. 336e
; coupled with φιλότιμος, Id.R. 545a, 582e (v.l. -νεικ-), cf. 550b; ἐπίπονον καὶ φ. καὶ φιλότιμον.. καταστήσαςτὸν βίον Lys.2.16
.2 in good sense, of spirited horses, X.Eq.9.8 ([comp] Sup.): of persons,φ. πρὸς τὸ μὴ ἐλλείπεσθαι Id.Mem.2.6.5
, cf. Plu.Ages.2 ([comp] Sup.); τὸ φ., = φιλονικία, ἔσῳζον τὸ φ. ἐν ταῖς ψυχαῖς X.Cyr.7.5.64. Adv. - κως in eager rivalry,παραθεῖν Id.Cyn.6.16
;φ. ἔχειν πρὸς ἀλλήλους Id.Cyr.3.3.57
, 8.4.4;φ. ἔχειν πρὸς τὸ εἰδέναι Pl.Grg. 505e
; opp. ἀνθρωπίνως, D.Ep.3.41. (In codd. the forms φιλόνικος, -νικέω, -νικία and φιλόνεικος, -νεικέω, -νεικία occur, without any distn. of meaning, e.g. in Isoc. we find , but ;μὴ δύσερις ὢν.., μηδὲ πρὸς πάντας φιλόνικος 1.31
; , but φιλονεικία in the same sense, 12.158; φιλόνῑκος is implied by Arist.Rh. 1389a12 (where -νεικ-, though found in good codd., as also in 1363b1, 1368b21, 1370b33, Phgn. 809b35, must be f.l.), καὶ φιλότιμοι μέν εἰσι [ οἱ νέοι], μᾶλλον δὲ φιλόνικοι· ὑπεροχῆς γὰρ ἐπιθυμεῖ ἡ νεότης· ἡ δὲ νίκη ὑπεροχή τις, cf. Poll. 1.178, AB315; the compd. of φιλο- and νεῖκος would be Φιλονεικής; the senseA contentious arises naturally from fond of victory; in SIG 685 (v. φιλονικία sub fin.) we haveφιλονικίαν Il.12
,36, and φιλονικίᾳ in OGI335.7 (Pergam., decree of Pitane, ii B. C.); - νῑκ- is also found in late documents, as POxy.157.1 (vi A. D.).)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόνικος
-
13 Ambition
subs.Self-aggrandisement: P. πλεονεξία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ambition
См. также в других словарях:
Φιλότιμον — Φιλότιμος loving honour masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλότιμον — φιλότῑμον , φιλότιμος loving honour masc/fem acc sg φιλότῑμον , φιλότιμος loving honour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλότιμο — το / φιλότιμον, ΝΜΑ η φιλοτιμία (α. «δεν έχει καθόλου φιλότιμο» β. «τοῑς τρόποις ζητῶν πρίασθαι τὸ φιλότιμον ἐκ μέσου;», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. φιλότιμος] … Dictionary of Greek
φιλόκαλος — η, ο / φιλόκαλος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά το ωραίο, που έχει φιλοκαλία, καλαίσθητος αρχ. 1. αυτός που τού αρέσει ο στολισμός, ο καλλωπισμός («καὶ φιλόκαλον περὶ ὅπλα καὶ φιλότιμον ἐπὶ πᾱσι τοῑς τοιαύτοις», Ξεν.) 2. αυτός που επιζητεί διάκριση,… … Dictionary of Greek
ՊԱՏՈՒԱՍԻՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0619 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 13c գ. φιλοτιμία, φιλοτίμημα, φιλοτιμόν honoris studium, ambitio, conatus. Պատուասէրն լինել. փառասիրութիւն. փոյթ փառաց. եւ պատույ անձին. *(ընդդէմ դնել) պատուասիրութեան… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)